υδρόχοιρος

υδρόχοιρος
ο, Ν
ζωολ. γένος ημιυδρόβιων τρωκτικών τής οικογένειας καβιίδες ή υδροχοιρίδες, με δύο είδη που απαντούν στην Κεντρική και στη Νότια Αμερική και είναι τα μεγαλύτερα επιζώντα τρωκτικά, φθάνοντας σε μήκος τα 1,25 μέτρα, γνωστά με την κοινή ονομασία καπυμπέρα ή κάρπινχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrochoerus (< υδρ[ο]-* + χοίρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υδρόχοιρος ή καπυμπάρα — (hydrochoerus ή capybara). Είδος θηλαστικών της οικογένειας των Καβιιδών, της τάξης των τρωκτικών. Είναι το μεγαλύτερο από όλα τα τρωκτικά και φτάνει το μέγεθος του γουρουνιού (1,20 μ. περίπου) και σε βάρος τα 50 70 κιλά. Μορφολογικά μοιάζει με… …   Dictionary of Greek

  • καπιμπάρα ή υδρόχοιρος — (Hydrochoerus hydrochaeris). Θηλαστικό της οικογένειας των υδροχοιριδών (ο μεγαλύτερος εκπρόσωπός της), της τάξης των τρωκτικών. Ζει κοντά στα ποτάμια ύδατα του μεγαλύτερου μέρους της Νότιας Αμερικής και είναι ιθαγενές των τροπικών δασών του… …   Dictionary of Greek

  • υδροχοιρίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια τρωκτικών τής Κεντρικής και τής Νότιας Αμερικής με τυπικό το γένος υδρόχοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hydrochoeridae (< υδρ[ο] * + χοίρος)] …   Dictionary of Greek

  • χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”